φωνασκία

φωνασκία
η, ΝΜΑ [φωνασκῶ]
νεοελλ.
πολύ δυνατή φωνή ή συζήτηση με οξεία και διαπεραστική φωνή
μσν.-αρχ.
η τέχνη άσκησης τής φωνής στην απαγγελία ή στο τραγούδι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • φωνασκίᾳ — φωνασκίαι , φωνασκία practice of the voice fem nom/voc pl φωνασκίᾱͅ , φωνασκία practice of the voice fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φωνασκία — η φωνή ενοχλητική και διαπεραστική, ακατάσχετη φλυαρία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φωνασκίας — φωνασκίᾱς , φωνασκία practice of the voice fem acc pl φωνασκίᾱς , φωνασκία practice of the voice fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φωνασκίαν — φωνασκίᾱν , φωνασκία practice of the voice fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φωνασκίαις — φωνασκία practice of the voice fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φωνασκίη — φωνασκία practice of the voice fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • CHALCOPHTHONGOS — Graece χαλκόφθογγος, nomem gemmae, apud Solinum, c. 37. Chalcopthongos resonat, ut pulsata aera: pudice habitus servat vocis claritatem. Eadem cum Chalcophono, Χαλκοφώνῳ Plinii, de qua is l. 37. c. 10. Chalcophonos nigra est, sed illisa aeris… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • φωνασκικός — ή, όν, Α [φωνασκός] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην τέχνη τής φωνασκίας («ὅς ἔχων φωνασκικὸν ὄργανον...ἐνεδίδου τόνον μαλακόν», Πλούτ.). επίρρ... φωνασκικῶς Α με φωνασκία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”